πολυποίκιλος

πολυποίκιλος
-η, -ο / πολυποίκιλος, -ον ΝΜΑ
πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
(μσν-αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ποικίλος (πρβλ. ανθηρο-ποίκιλος, χρυσο-ποίκιλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυποίκιλος — much variegated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποικιλώτατα — πολυποίκιλος much variegated adverbial superl πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποίκιλον — πολυποίκιλος much variegated masc/fem acc sg πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποικιλώτατος — πολυποίκιλος much variegated masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποικίλοις — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποικίλου — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποικίλων — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποικίλῳ — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποίκιλα — πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποίκιλε — πολυποίκιλος much variegated masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”