- πολυποίκιλος
- -η, -ο / πολυποίκιλος, -ον ΝΜΑπάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)(μσν-αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ποικίλος (πρβλ. ανθηρο-ποίκιλος, χρυσο-ποίκιλος)].
Dictionary of Greek. 2013.